Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2020

Η τρομοκρατία διά των λέξεων


της Ευαγγελίας Μπίτου, φιλολόγου

«Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει», αποφαίνεται η λαϊκή σοφία, η οποία είναι απόσταγμα συλλογικής πείρας, και δίνει λακωνικά και παραστατικά την αρνητική δύναμη και επίδραση του λόγου.
Το πρώτο μέρος της ρήσεως, κατά μία έννοια, κυριολεκτεί. Πράγματι η γλώσσα δεν έχει κόκκαλα∙ είναι το μυώδες, υγρό πάντοτε, όργανο της στοματικής κοιλότητας, το οποίο βοηθάει και στην άρθρωση του λόγου και συνεπώς στην επικοινωνία των ανθρώπων. Ως εκ τούτου, στη γλώσσα μας, γλώσσα σημαίνει μεταφορικά και το σύνολο του λεκτικού πλούτου∙ Λεξικό Ελληνικής Γλώσσας, λέμε. Στην προκειμένη περίπτωση λοιπόν η λέξη χρησιμοποιείται και μεταφορικά. 
Το δεύτερο μέρος «κόκκαλα τσακίζει» έχει μεταφορική – συνυποδηλωτική τη λένε τώρα – σημασία. Η μεταφορά υπάρχει στο ρήμα τσακίζει, δυνατό, ηχομιμητικό στην προέλευση από το τσακ, τον ήχο του σπασίματος. Δεν είναι όμως τυχαία ούτε η λέξη κόκκαλα – με μεταφορική επίσης σημασία - διότι τα κόκκαλα στηρίζουν και κρατούν όρθιο το σώμα.
Αποδίδοντας με άλλες λέξεις την παροιμία, θα μπορούσαμε να πούμε ότι oι λέξεις, τα λόγια, έχουν τη δύναμη να τσακίσουν, να συντρίψουν, να διαλύσουν, ψυχικά αλλά και σωματικά, έναν άνθρωπο, να τον εκμηδενίσουν, να τον εξουθενώσουν. Τα δύο μέρη συνδέονται με το και, που εδώ έχει τη σημασία του αλλά. Θα μπορούσε κάλλιστα να λεχθεί αλλιώς, η γλώσσα δεν έχει κόκκαλα, αλλά κόκκαλα τσακίζει. 
Την αρνητική δύναμη του λόγου και την επίδραση στην ανθρώπινη ψυχολογία, την γνωρίζουν, υποθέτω, όλοι. Κάποιοι την χρησιμοποιούν κάποτε ανοήτως, για «να κάνουν την πλάκα» τους, να γελάσουν. Oι περισσότεροι όμως την χρησιμοποιούν σκοπίμως ή από φθόνο, για να απαξιώσουν και να εξουδετερώσουν κάποιον που τον βλέπουν ως αντίπαλο, ως εμπόδιο στα σχέδιά τους. Χρησιμοποιούνται χαρακτηρισμοί φορτισμένοι αρνητικά, για να ανακόψουν τη δυναμική πορεία κάποιου, την πρόοδό του και να τον απομονώσουν από το κοινωνικό σύνολο ως μιασμένο. Όταν δε οι χαρακτηρισμοί εκτοξεύονται από θέσεως ισχύος, μεθοδικά και συστηματικά, γίνονται εύκολα αποδεκτοί από αυτούς που υιοθετούν ό,τι ακούγεται χωρίς δεύτερη σκέψη, και ο στόχος επιτυγχάνεται. Παλαιό το φαινόμενο της λεκτικής βίας, που παρουσιάζεται ως σύγχρονο με τον ξενικό όρο bullying.
Παρακολουθήσαμε στον καιρό της ελεύθερης πτώσεως των αξιών οι άριστοι μαθητές στα σχολεία μας να προσφωνούνται με τις απαξιωτικές λέξεις «σπασίκλας», «φυτό» και «φυτούκλας» από μαθητές που δεν είχαν τη διάθεση να κοπιάσουν, αλλά και δεν μπορούσαν να ανεχθούν την υπεροχή των αρίστων. Δυστυχώς εύρισκαν συμμάχους και κάποιους «προοδευτικούς» εκπαιδευτικούς, οι οποίοι τους ενίσχυαν με χαμόγελα επιδοκιμασίας και κτυπήματα στην πλάτη, γιατί τους βόλευε. Οι άριστοι, βλέπεις, δεν ήταν εύχρηστοι από τα κόμματα, τα οποία ήθελαν να ελέγχουν τους μαθητές με τις Μαθητικές Κοινότητες.
Επισήμως, από χείλη υπουργικά, ακούσθηκε αργότερα το αμίμητο και αλήστου μνήμης, « η αριστεία είναι ρετσινιά!». Για χώρα όμως που ντρέπεται για ό,τι άριστο διαθέτει, ποιος λογικός πιστεύει στην πρόοδό της;
Στα ίδια χρόνια συνώνυμο του προβληματικού είχε καταντήσει ο χαρακτηρισμός εσωστρεφής, ενώ ο εξωστρεφής - ακόμη και βλακωδώς και μετά θράσους να φερόταν - ήταν ο αποδεκτός, ως «μάγκας» και «έξυπνος». Η εσωστρέφεια της αυτοκριτικής, του αυτοελέγχου, της εντοπίσεως προσωπικών και κομματικών λαθών ήταν ενοχλητική, γι’ αυτό και εξοβελιστέα. Ξεχνούσαν πως η επιστημονική έρευνα δεν σχετίζεται μόνο με την εξωστρέφεια, την παρατήρηση και το πείραμα, αλλά και με την εσωστρεφή σκέψη. Το σοβαρότερο όμως ήταν ότι ακόμη και γονείς έδειχναν προβληματισμένοι. Δεν θα ξεχάσω μητέρα που στους επαίνους μου για το παιδί της είπε διστακτικά: «Είναι όμως λίγο εσωστρεφής». Τη ρώτησα τότε: «Πώς θέλετε το παιδί σας; Με θράσος και ελαφρότητα; Ο έξυπνος, ο σκεπτόμενος, μπορεί να διαθέτει χιούμορ, να είναι φιλικός, κοινωνικός, ευγενής αλλά είναι σοβαρός, δεν «κάνει τον έξυπνο» ούτε το «παίζει μάγκας».
Οι απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί απαντούν και σε άλλες περιοχές. Άνθρωποι με πίστη βαθειά χαρακτηρίζονται θρησκόληπτοι από ιδεοληψίες που εχθρεύονται την πίστη του λαού. Ο μεγάλος Παπαδιαμάντης, ο αριστοτέχνης της γλώσσας, ο λογοτέχνης που περιέγραψε πολύ παραστατικά και με τη μεγαλύτερη στοργή τους φτωχούς και καταφρονεμένους της κοινωνίας, της οποίας έδειξε τις ανοικτές πληγές, «απετάχθη» από «τους προοδευτικούς» που νοιάζονται, λένε, για τους αδυνάτους∙ τον κατέταξαν στους θρησκόληπτους και τον έβγαλαν σχεδόν από τα σχολικά Νεοελληνικά Αναγνώσματα! Με τον ίδιο χαρακτηρισμό προσπαθούν να απομειώσουν το κοινωνικό έργο αξιόλογων ανθρώπων της Εκκλησίας.
Απαξιωτικά χρησιμοποιείται ο όρος «βυζαντινισμός» και από επίσημα χείλη! Ομολογώ πως δεν καταλαβαίνω τι εννοούν∙ καταλαβαίνω όμως καλά ότι από τη χιλιόχρονη Βυζαντινή Ιστορία έχουν μεσάνυχτα. Αν δεν τους αρέσει η δική μας διακεκριμένη Βυζαντινολόγος Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ, που τιμά την Ελλάδα, ας διαβάσουν τον άγγλο ιστορικό Βυζαντινολόγο Στήβεν Ράνσιμαν. Για κάποια χρόνια μάλιστα στο Λύκειο δεν διδασκόταν καν αυτή η χιλιόχρονη ιστορία μας. Λαός όμως που περιφρονεί την ιστορία του, χάνει την αυτογνωσία του!
Στους επικίνδυνους χαρακτηρισμούς κατατασσόταν κάποτε και ο χαρακτηρισμός «αριστερός», «κομμουνιστής». Πολλοί διώχθηκαν άδικα για αυτή την πολιτική τους τοποθέτηση και κάποιοι βασανίσθηκαν. Μετά τη μεταπολίτευση όμως, όσοι αυτοχαρακτηρίζονταν έτσι, ήταν αυτονόητα οι «προοδευτικοί», οι «σωστοί», οι υποδειγματικοί. Παρέβλεπαν πως στον εμφύλιο – όπως σε κάθε εμφύλιο - διαπράχθηκαν εγκλήματα και από τις δυο πλευρές. Ο λαός μας που πλήρωσε με πολύ αίμα τον εμφύλιο, όταν αναφερόταν σε όσα έζησε, έκλεινε τη διήγηση με το «να μην ξανάρθουν τέτοια χρόνια». Ο καθένας δικαιώνεται όχι από χαρακτηρισμούς, αλλά από τις πράξεις του.
Τώρα είναι πολύ της μόδας και ο χαρακτηρισμός ρατσιστής. Τολμάει κάποιος να πει πως η Ελλάδα της κρίσης δεν αντέχει μετανάστες; είναι ρατσιστής. Αναρωτιέται ο σκεπτόμενος πολίτης γιατί ο τόπος μας έγινε αποθήκη δυστυχισμένων υπάρξεων; είναι ρατσιστής. Προβληματίζεται ποιος είναι ο ρόλος των ανεξέλεγκτων από το κράτος Μ. Κ. Ο; είναι ρατσιστής. Βλέπει ότι «οι αλληλέγγυοι» καλοπληρώνονται, και θέτει ανοικτά το ερώτημα, τίνων τα συμφέροντα εξυπηρετούν; είναι ρατσιστής. Τολμά να πει πως πρέπει να ελέγχονται όσοι μπαίνουν στη χώρα μας; είναι ρατσιστής. Σκέφτεται πού βρίσκουν τόσα χρήματα να φθάσουν στον τόπο μας και γιατί τους πληρώνουν ενοίκια και τους δίνουν καλό επίδομα σε μια χώρα με αστέγους, ανέργους και πεινασμένους πολίτες; είναι ρατσιστής.
Ευτυχώς κάποιες συμπτώσεις ξεσκεπάζουν αυτούς που λένε μεγάλα λόγια δι’ ίδιον όφελος και κλείνονται στόματα. Όλοι αυτοί που νοιάζονται τάχα τους πρόσφυγες ας μιλήσουν κάποτε και για τα οικονομικά συμφέροντα που ανάβουν τις φωτιές του πολέμου όπου γης, και αναγκάζονται να ξεριζώνονται από τον τόπο τους άνθρωποι δυστυχισμένοι, τη δυστυχία των οποίων εκμεταλλεύονται οι διακινητές, οι σύγχρονοι έμποροι της δυστυχίας.
Ο Έλληνας μόνο ρατσιστής δεν είναι. Έδειξε αλληλεγγύη ο λαός μας χωρίς να πληρώνεται! Αυτό όμως δεν σημαίνει πως είναι ο τόπος μας αμπέλι ξέφραγο. Τη στιγμή που οι άλλοι έχουν κλειστά τα σύνορά τους, με συνθήκες που έκοψαν και έραψαν στα μέτρα τους, ή επιλέγουν από την αποθήκη των δυστυχισμένων όσους χρειάζονται, δεν μπορούν να μας ελέγχουν για «ξενοφοβία». Μόνο «ξενοφοβικοί» δεν είναι οι Έλληνες, και το ξέρουν καλά. Αυτό δεν σημαίνει ότι ισχύει το «μπείτε χίλιοι αλέστε και αλεστικά μη δώσετε». Είναι αποδεδειγμένα φιλόξενος ο Έλληνας και αυτό προσπαθούν να εκμεταλλευθούν. Όταν όμως μία οικογένεια, μία πατρίδα, δεν μπορεί να θρέψει και να στεγάσει τα παιδιά της, τους πολίτες της, δικαιούται να στεγάζει και να δίνει επιδόματα σε ξένους που απρόσκλητοι εισβάλλουν στη χώρα; Θα μπορούσαν δικαιολογημένα να μας χαρακτηρίσουν ξενομανείς, αλλά η ξενομανία μας τους βολεύει.
Κόπτονται για τα ανθρώπινα δικαιώματα των ξένων. Αν τυχόν διεκδικήσει και ο Έλληνας παράλληλα τα δικά του, είναι «απάνθρωπος» και «εθνικιστής». Οι Έλληνες όμως είναι οικοδεσπότες και οι ξένοι φιλοξενούμενοι. Η φιλοξενία δεν επιβάλλεται και μάλιστα στους δυστυχούντες όπως είναι οι Έλληνες της κρίσεως. Ας λεχθούν κάποτε τα πράγματα με το όνομά τους. Η κρίση ευτυχώς δεν αφήρεσε ακόμη την κρίση μας! Κρίνονται όλοι από όσα λένε και πράττουν!
Αν δε τυχόν μάλιστα κάνεις το λάθος να χρησιμοποιήσεις τη λέξη λαθρομετανάστης, τότε βεβαιωμένα είσαι ρατσιστής, ενώ όταν χρησιμοποιείς την ισοδύναμη περίφραση παράνομος μετανάστης –τελευταία έγινε παράτυπος μετανάστης - τότε βρίσκεσαι εντός της «πολιτικής ορθότητας». Πόση υποκρισία! Όλοι γνωρίζουν την αιτία της δυστυχίας και η κυριολεξία τους φταίει!
Ακούσθηκαν και πιο βαρείς χαρακτηρισμοί. Όσοι συντάχθηκαν με την Ιστορία μας και τόλμησαν να αντιτεθούν στη Συμφωνία των Πρεσπών, χαρακτηρίσθηκαν «ακροδεξιοί», «φασίστες», «ναζιστές» και «εθνίκια!». Χρησιμοποιήθηκε απαξιωτικά ακόμα και η λέξη Μακεδονομάχοι! Αιδώς Αργείοι! Τα κόκκαλά τους τρίζουν! Από τη γενιά των Μακεδονομάχων ζουν ακόμη απόγονοί τους.
Ευτυχώς, η τρομοκρατία δια των λέξεων «σκιάζει», φοβίζει δηλαδή, πτοεί μόνον τους άτολμους, τους περιδεείς. Οι άριστοι, «τα φυτά», «οι σπασίκλες» αποδείχθηκαν πολύ δυνατοί, πολύ ανθεκτικοί∙ άντεξαν στην ντόπια απαξίωση της ισοπεδωτικής τακτικής, ευδοκίμησαν και άνθησαν οι περισσότεροι στο εξωτερικό. Η ευνοιοκρατία και η κομματοκρατία, είναι αλήθεια, δυσκόλεψαν την ανάδειξή τους στην Ελλάδα. Ευτυχώς τελευταία και η εσωστρέφεια έπαψε να χαρακτηρίζεται ως είδος αδυναμίας. Ο Παπαδιαμάντης δεν έπαψε ποτέ να είναι μεγάλος - ο χρόνος είναι ο πιο δίκαιος κριτής- αλλά δυστυχώς τον στερήθηκαν κάποιες γενιές. «Όπου και να σας βρίσκει το Κακό, αδελφοί,/ όπου και να θολώνει ο νους,/ μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό,/ μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη», συμβουλεύει ο Ελύτης (Άξιόν εστιν, Τα πάθη, Ανάγνωσμα τέταρτο).
ΟΙ χαρακτηρισμοί ρατσιστές, ξενόφοβοι, εθνικιστές, ναζιστές και φασίστες ακούγονται πλέον τόσο συχνά και για τόσους πολλούς, σε ένα λαό που αντιστάθηκε στον φασισμό και τον ναζισμό και έδωσε και τη ζωή του για τη δημοκρατία, εκτοξεύονται εική και ως έτυχε για σκοπιμότητες κοντόθωρες, που έχασαν τη σημασία τους.
Εν κατακλείδι, η δύναμη του λόγου και η επίδραση είναι μεγάλη. Μπορεί να παρηγορήσει, να ενθαρρύνει, να τονώσει και ανυψώσει το ηθικό, να δώσει χαρά, αλλά και να αποθαρρύνει, να λυπήσει, να εξουθενώσει κάποιον. «Η γλώσσα κάστρα καταλεί και κάστρα θεμελιώνει», αποφαίνεται η λαϊκή σοφία. Είναι επομένως δίκοπο μαχαίρι. «Η γλώσσα», όπως αποφαίνεται και ο Μένανδρος τον 4ο π. Χ. αιώνα, «πολλούς εις όλεθρον ήγαγε», πολλούς κατέστρεψε η γλώσσα. Γι’ αυτό η πείρα συμβουλεύει: «Βούτα τη γλώσσα στο μυαλό κι ύστερα στο μέλι». Πάντως, ο καλός ο λόγος οικοδομεί. Όπως λέγει και ο Παροιμιαστής «… η γλυκεία γλώσσα συντρίβει οστά» (Παροιμίαι, ΚΕ, 15), δηλαδή σε κάθε περίπτωση νικητής αποδεικνύεται ο γλυκός λόγος.

ΠΗΓΗ : aktines

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.