Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2020

Μιλούν τρεις πρώην Υπουργοί Παιδείας: Η ελληνική εκπαίδευση τον 21ο αιώνα

Tρεις πρώην Υπουργοί Παιδείας, από το σύνολο του πολιτικού φάσματος, απαντούν  σε δύο βασικά ερωτήματα για την ελληνική εκπαίδευση.

1ον: Ποιο είναι διαχρονικά το πιο σημαντικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο χώρος της Παιδείας στην Ελλάδα;
2ον: Γιατί η χρηματοδότησή της παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, πάντα σε σύγκριση με τις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης και κυρίως της ζώνης του ευρώ;

  • Η Μαριέττα Γιαννάκου υπήρξε Υπουργός Παιδείας στην πρώτη κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή και έμεινε στη θέση της για 3 1/2 χρόνια (από τις 10 Μαρτίου του 2004 μέχρι τις 19 Σεπτεμβρίου του 2007).

Απάντηση στο 1ο ερώτημα
Διαχρονικό και ταυτόχρονα ποιο σημαντικό πρόβλημα στο χώρο της παιδείας υπήρξε η αδυναμία συνεννόησης στον πολιτικό και εκπαιδευτικό χώρο για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και την προσαρμογή στις διεθνείς τεχνολογικές εξελίξεις.
Η πραγματικότητα αυτή συνοδεύτηκε από την ανεπαρκή χρηματοδότηση ιδιαίτερα κατά την τελευταία δεκαετία. Ευτυχώς ορισμένες από τις χρηματοδοτικές απαιτήσεις ικανοποιήθηκαν από την ευρωπαϊκή οικονομική στήριξη. Αναπληρώθηκαν και ικανοποιήθηκαν ορισμένες χρηματοδοτικές απαιτήσεις από ευρωπαϊκή οικονομική στήριξη.
Το πρόβλημα ευρύτερης συνεννόησης για τις απαραίτητες μεταβολές επέφερε μεγάλη καθυστέρηση στις εξελίξεις, ιδιαίτερα στην ανώτατη εκπαίδευση για αυτό και χρειάστηκε όλες οι μεταρρυθμίσεις να πραγματοποιηθούν ταυτόχρονα στο διάστημα 2004 – 2007.
Ο χώρος της εκπαίδευσης επελέγη δυστυχώς από ορισμένες πολιτικές δυνάμεις ως προνομιακός χώρος για την εξυπηρέτηση ευρύτερων πολιτικών συμφερόντων, ώστε να χρειαστεί αρκετός χρόνος για να συνειδητοποιηθεί το κόστος αυτών των επιλογών. Σήμερα ευτυχώς η κοινωνία έχει απορρίψει παλιές μεθοδολογίες χρησιμοποίησης της εκπαίδευσης για αλλότρια συμφέροντα και καταδικάζει στην μεγάλη πλειονότητα του την αντίσταση σε προσπάθειες θεσμικών μετασχηματισμών στον εκπαιδευτικό χώρο.

Απάντηση στο 2ο ερώτημα
Η χρηματοδότηση όπως προαναφέρθηκε, υπήρξε μειωμένη, ωστόσο στην ανώτατη εκπαίδευση κατά το διάστημα 2004 – 2007 ήταν πρώτη σε όλη την Ευρώπη, μαζί με την Ολλανδία με χρηματοδότηση που αναγόταν στο 1,3% του Α.Ε.Π.., για τα Α.Ε.Ι. και τα Τ.Ε.Ι.. Ταυτόχρονα ανέδειξε το ρόλο των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στην έρευνα και τεχνολογία, πολιτική που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Η οικονομική επιτήρηση της χώρας από τους δανειστές της κατά την τελευταία δεκαετία δεν επέτρεψε να ανέλθει στο αναγκαίο επίπεδο η χρηματοδότηση της εκπαίδευσης, γεγονός που είχε σημαντικό κόστος στην επένδυση σε ανθρώπινο δυναμικό. Αυτό μαζί με την ανεπάρκεια εκσυγχρονισμού στις υποδομές δεν επιτρέπεται να παραμείνει περισσότερο. Ορισμένες κυβερνητικές κινήσεις αποδεικνύουν, ότι οι υπεύθυνοι συμμερίζονται την άποψη αυτή και ενεργούν προς τη δέουσα κατεύθυνση.

  • Η Αννα Διαμαντοπούλου διετέλεσε Υπουργός Παιδείας στις κυβερνήσεις του Γιώργου Παπανδρέου και του Λουκά Παπαδήμου. Παρέμεινε στο Υπουργείο από τις 7 Οκτωβρίου του 2009 έως τις 7 Μαρτίου του 2012.
Απάντηση στο 1ο ερώτημα
Από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του ελληνικού κράτους η Εκπαίδευση των ελληνοπαίδων υπήρξε το κεντρικό στοιχείο της οργάνωσης και συγκρότησης του. Ήδη το 1837 η νομοθεσία ήταν εξαιρετικά προωθημένη με ενσωματωμένες έννοιες όπως η υποχρεωτική εκπαίδευση, η αποκέντρωση (την ευθύνη των σχολείων είχαν οι δήμοι) η ανεξιθρησκία (τα Θρησκευτικά ήταν προαιρετικά) ενώ παράλληλα λειτουργούσαν και ιδιωτικές δομές υψηλού επιπέδου.
Στην πορεία η ιστορία της εκπαίδευσης καταγράφει μείζονες συγκρούσεις με ιδεολογικά πολιτικά παιδαγωγικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά με πρωτοπόρους εκπαιδευτικούς και μεταρρυθμιστές πολιτικούς να αγωνιούν και να αγωνίζονται για ένα εκπαιδευτικό σύστημα που να καλλιεργεί τον εθνικό πολιτισμό και ταυτόχρονα να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εποχής και του κόσμου που συνεχώς αλλάζει. Το εκπαιδευτικό μας σύστημα και μετά την μεταπολίτευση έκανε πολύ σημαντικά βήματα τα οποία δεν πρέπει να απαξιώνουμε αλλά έχει πλέον και πολύ σημαντικές στρεβλώσεις και αγκυλώσεις που δεν επιτρέπουν στη χώρα ν ανοίξει πανιά για τον 21ο αιώνα (το ένα πέμπτο του οποίου πέρασε).Οι μεταρρυθμίσεις που επιχειρήθηκαν ήταν μέσα σε κλίμα πολιτικής σύγκρουσης και δεν υλοποιήθηκαν ποτέ συστηματικά και ολοκληρωμένα ώστε να υπάρξουν αποτελέσματα και μετά διορθώσεις. Ακόμη και σημαντικά στοιχεία των μεταρρυθμίσεων που επιβίωσαν δεν υπηρετούσαν πλέον το συνολικό σχέδιο, τμήματα του οποίου αποτελούσαν.
Οι ολοκληρωμένες μεταρρυθμίσεις καταργούνται συστηματικά (από την αρχή του ελληνικού κράτους) και το νομοθετικό έργο των Υπουργών Παιδείας αφορά αποσπασματική επίλυση προβλημάτων ή ικανοποίηση επί μέρους αιτημάτων. Η συναίνεση επί ενός ολοκληρωμένου σχεδίου ώστε να έχει κοινούς στόχους σε βάθος χρόνου, ακόμα και όταν επετεύχθη μετά από περίπου 200 χρόνια, το 2011, δεν εστάθη ισχυρή για να υλοποιήσει τη μεταρρύθμιση. Οι συνεχείς κρίσεις εθνικές και οικονομικές βγάζουν την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση από το κάδρο των προτεραιοτήτων και αντί για τολμηρό και ολοκληρωμένο σχέδιο προχωράμε με βηματάκια εκεί που χρειάζονται άλματα. Σχέδιο (όχι μπαλώματα) συναίνεση (όχι δογματική φλυαρία) και τόλμη (όχι επιδεικτική ρητορεία)! Η έλλειψη αυτών είναι το μείζον πρόβλημα μας.

Απάντηση στο 2ο ερώτημα
Μια ματιά στους δείκτες του ΟΟΣΑ (Education at a glance 2020) για την Εκπαίδευση στην Ελλάδα, επιβεβαιώνει το γεγονός της χαμηλής χρηματοδότησης σε όλες τις βαθμίδες, ενώ ως ποσοστό επί του ΑΕΠ είμαστε κάτω από τον μέσο όρο των χωρών. Ιδιαίτερα στην δεκαετία της κρίσης η Ελλάδα δεν κράτησε σταθερές τις δαπάνες για την Παιδεία αλλά αυτές υπέστησαν αναλογική με το ΑΕΠ μείωση. Μια κορυφαία λανθασμένη επιλογή. Η Φινλανδία στην αντίστοιχη οικονομική κρίση και εν μέσω αυτής, προχώρησε σε εκ θεμελίων μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος με αύξηση του προϋπολογισμού του. Το αποτέλεσμα στην ανάπτυξη της χώρας την δικαίωσε.
Επιστρέφοντας στην έρευνα του ΟΟΣΑ, η αναλυτική μελέτη δείχνει ότι όσες χώρες έχουν πολύ υψηλές επιδόσεις έχουν υψηλή χρηματοδότηση, δεν συμβαίνει όμως και το αντίστροφο!! Αυτό σημαίνει ότι τα κονδύλια για την εκπαίδευση είναι μόνο ένας από τους παράγοντες των ποιοτικά υψηλών επιδόσεων. Αν δηλ. αυξηθούν οι μισθοί των εκπαιδευτικών, βελτιωθούν οι υποδομές, εκσυγχρονιστεί πλήρως ο εξοπλισμός, αντιμετωπισθεί επαρκώς το πρόγραμμα της μεταφοράς μαθητών, δεν σημαίνει ότι έχουμε απάντηση στο πρόβλημα του εκπαιδευτικού μας συστήματος.
Μια απόφαση για γενναία αύξηση του προϋπολογισμού της Παιδείας θα πρέπει να συνδέεται με μια επίσης γενναία ολοκληρωμένη μεταρρύθμιση.
Μεταρρύθμιση βέβαια σημαίνει αλλαγή προσανατολισμού, σημαίνει νέο πνεύμα: από το μοντέλο διοίκησης μέχρι τις παιδαγωγικές μεθόδους, από τα προγράμματα σπουδών μέχρι την επιμόρφωση και την αξιολόγηση όλων των συντελεστών. Σημαίνει εξωστρέφεια, πολυμορφία, αποκέντρωση, πολλαπλά βοηθήματα σύνδεση με την κοινωνία και την οικονομία. Κυρίως προϋποθέτει Εθνικό Στόχο για την Ελλάδα της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης που το σχολείο θα πρέπει να συνδυάζει Αριστοτέλη και coding....πλήκτρο και πινέλο. Προς το παρόν η δημόσια συζήτηση για τους περιορισμένους πόρους μας, αφορά στις συντάξεις...

  • Ο Νίκος Φίλης ήταν Υπουργός Παιδείας στην δεύτερη κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα. Παρέμεινε στο Υπουργείο από τις 23 Σεπτεμβρίου του 2015 μέχρι τις 5 Νοεμβρίου του 2016.

Απάντηση στο 1ο ερώτημα
Αντιλαμβάνεστε βέβαια ότι είναι αδύνατο να ορίσει κανείς «ένα βασικό πρόβλημα», γιατί η δημόσια εκπαίδευση είναι ένας περίπλοκος θεσμός, που διαρκώς εξελίσσεται, αλλάζει ταυτόχρονα με την κοινωνία και αντιμετωπίζει πλήθος διαφορετικών προβλημάτων, η ένταση των οποίων ποικίλει με την εποχή. Αυτό μπορεί να το χαρακτηρίσει κανείς «κατάρα» (πολλά προβλήματα…) αλλά μπορεί να το χαρακτηρίσει και «ευτύχημα». Γιατί σημαίνει ότι μια προοδευτική κυβέρνηση, δουλεύοντας με σχέδιο, μπορεί να φέρει αλλαγές και βελτιώσεις σε πολλούς τομείς ταυτόχρονα.
Αλλά καταλαβαίνοντας το πνεύμα της ερώτησής σας, να απαριθμήσω μερικά κρίσιμα προβλήματα. Σε καμία περίπτωση όμως δεν τα παραθέτω ιεραρχικά.
Η απομάκρυνση από την καλλιέργεια κριτικού πνεύματος. Σχεδόν κάθε τι που γίνεται στις τάξεις θα έπρεπε να συντελεί στο να αναπτύσσει το παιδί μια προσωπικότητα τέτοια που να το βοηθάει να αναζητά, να επιλέγει, να ζυγίζει, να κρίνει, να συζητά, να παραθέτει επιχειρήματα, αξιοποιώντας βέβαια επιστημονικά δεδομένα και γνώσεις. Δεν θα έπρεπε να αποστηθίζει τίποτα -ή μάλλον σχεδόν τίποτα. Δυστυχώς, αυτό ούτε γίνεται στις τάξεις πάντοτε, αλλά ούτε οι εκπαιδευτικοί μπορούν να το στηρίξουν, ακόμα και όταν θέλουν (και η συντριπτική πλειοψηφία τους το θέλει). Δεν βοηθάει δηλαδή ούτε το πρόγραμμα σπουδών, ούτε η μετατροπή των σχολείων σε εξεταστικά κέντρα.
Υπάρχουν κι άλλα πράγματα που θα ‘πρεπε να «διδάσκονται» στην οικογένεια και στις τάξεις, αλλά δεν περιλαμβάνονται στη διδακτέα ύλη… Το να μάθει για παράδειγμα ένα νέο παιδί να αποδέχεται και να αγαπά τον διπλανό του παρότι είναι ενδεχομένως διαφορετικός, είναι μια τεράστιας σημασίας γνώση. Είναι κατάκτηση με επιπτώσεις στη μορφή της κοινωνίας, αύριο. Την λαμβάνουν αυτή τη γνώση οι μαθητές στο σχολείο μας;
Ας πάμε τώρα στους ίδιους τους εκπαιδευτικούς. Τελειώνουν το πανεπιστήμιο, που δεν είναι προσανατολισμένο στην εκπαίδευση και μπαίνουν σε μια τάξη να διδάξουν… Πόσο εύκολο είναι αυτό; Ρωτήστε τους ίδιους, θα σας απαντήσουν. Στο ζήτημα αυτό, το υπουργείο θα έπρεπε να είναι δίπλα τους. Να φροντίζει για τη διαρκή επιμόρφωσή τους, που είναι παιδαγωγικά απαραίτητη και σε κάποια πεδία και επιστημονικά -θέλω να πω υπάρχουν επιστήμες που «τρέχουν» με μεγάλη ταχύτητα. Όταν κάποιος μένει 35 χρόνια χωρίς επιμόρφωση, το διάστημα είναι μεγάλο… Και κοιτάξτε: μιλώ για πραγματική επιμόρφωση, όχι προσχηματική, όχι σεμινάρια της οκάς τύπου «βάουτσερ Βρούτση». Ένα σημαντικό ποσοστό του εκπαιδευτικού δυναμικού θα έπρεπε κάθε χρόνο να μην βρίσκεται στις τάξεις αλλά σε πανεπιστήμια και άλλες δομές επιμόρφωσης.
Οπότε αυτό μας πηγαίνει στην επάρκεια του εκπαιδευτικού προσωπικού και στις προσλήψεις -άρα πίσω στο πρώτο ερώτημα, που μιλούσαμε για χρήματα. Δεν είναι δυνατό να έχουμε 40.000 αναπληρωτές, οι οποίοι μετακομίζουν κάθε χρόνο σε άλλο τόπο ή άλλο σχολείο και τους χάνουν οι μαθητές της επαρχίας κυρίως, των ορεινών κομωπόλεων και των μικρών νησιών. Τι φταίει για αυτό; Ολόκληρη τη μνημονιακή περίοδο σταμάτησαν οι προσλήψεις εκπαιδευτικών και φτάσαμε να ανέβει σε πρωτοφανή ύψη ο μέσος όρος ηλικίας των μόνιμων εκπαιδευτικών. Και αυτό δεν νομίζω ότι χρειάζεται να εξηγήσω γιατί είναι αρνητικό.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μας έβγαλε από τα μνημόνια και ξεκίνησε τη διαδικασία των πρώτων 15 χιλιάδων προσλήψεων εκπαιδευτικών μετά από μια δεκαετία. Είναι κάτι που πρέπει να συνεχιστεί.
Τέλος -για να μείνω σε λίγα και βασικά, όπως είπαμε- υπάρχει το ζήτημα της παραπαιδείας. Η Παιδεία μας δυστυχώς είναι στο όνομα μόνο δωρεάν. Στην πράξη οι γονείς, σε μεγάλο ποσοστό τουλάχιστον, καταβάλλουν χρήματα (δηλαδή εμμέσως φορολογούνται επιπλέον...) για τις βασικές σπουδές των παιδιών τους. Ακόμα και για την εκμάθηση της ξένης γλώσσας, για να είμαστε ειλικρινείς, που διδάσκεται στις τάξεις.
Πρόκειται για ένα βαθύ διαχρονικό πρόβλημα, για το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ επίσης είχε δοκιμάσει να κάνει βήματα, μειώνοντας τις εξετάσεις από τάξη σε τάξη και καταργώντας τις εισαγωγικές για ορισμένα, αρχικά, τμήματα αλλά προφανώς δεν είχε λύσει. Και φυσικά το πρόβλημα εδώ δεν είναι οικονομικό μόνο. Ότι πολλοί μαθητές περνούν το πρωί στο σχολείο και το απόγευμα και το βράδυ ατέλειωτες ώρες στο φροντιστήριο και στα ιδιαίτερα, έχει -φοβάμαι- εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες στην ψυχική τους ανάπτυξη.

Απάντηση στο 2ο ερώτημα
Το ελληνικό κράτος ήταν κάποτε πολύ φτωχό και είχε κύρια μέριμνα να τελειώσουν τα παιδιά το δημοτικό, άντε τα μισά από αυτά και το γυμνάσιο. Να υπάρχει μια στοιχειώδης μόρφωση για να δουλέψει η φάμπρικα και το εμπόριο. Ένας μικρός αριθμός νέων έφτανε στο πανεπιστήμιο, καταγόμενος κυρίως -όχι αποκλειστικά βέβαια- από τις εύπορες τάξεις που μπορούσαν να στηρίξουν σπουδές των παιδιών τους ως τα 22 και τα 25 τους χρόνια.
Σε αυτές τις συνθήκες είχε αναπτυχθεί το κίνημα του 15% για την Παιδεία, που ήταν βαθύτατα ταξικό και πολιτικό: δεν ζητούσε απλώς καλύτερες αίθουσες ή καλύτερα βιβλία ή αορίστως περισσότερα χρήματα -όλα αυτά ήταν η ορατή του έκφραση. Ζητούσε στην ουσία να αποκτούν όλοι οι πολίτες μέσω της μάθησης όσα εφόδια χρειάζονται ώστε να χειραφετούνται, να μαθαίνουν τα δικαιώματά τους, να μπορούν να κρίνουν, να πάρουν αποφάσεις, με δυο λόγια το μέλλον τους στα δικά τους χέρια.
Με τη Μεταπολίτευση, αλλά κυρίως από τη δεκαετία του ‘80 και μετά, οι πόροι για την Παιδεία αυξήθηκαν. Για παράδειγμα χτίστηκαν νέα σχολεία, πιο σύγχρονα, με καλύτερη αναλογία τετραγωνικών ανά μαθητή, με εργαστήρια, με αθλητικό εξοπλισμό και πολλά ακόμα. Και οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί, περισσότερων πλέον ειδικοτήτων, διέθεταν καλύτερα εφόδια. Ας θυμηθούμε π.χ. την πορεία των δασκάλων: κάποτε μονοετούς φοίτησης, αργότερα και ως τις αρχές της δεκ. ‘80 διετούς, κατόπιν τετραετούς.
Μαζικοποιήθηκαν την ίδια περίοδο τα πανεπιστήμια, με νέες σχολές και μεγάλες πανεπιστημιουπόλεις. Εξυπηρετούσε αυτό μια αναγκαιότητα της οικονομίας αλλά βοήθησε επίσης να σπουδάσουν τα παιδιά των μεσαίων και των φτωχότερων στρωμάτων. Το ξέρουμε οι μεγαλύτεροι, ότι τη δεκαετία του ‘60 και του ‘70 όποιος δεν έμπαινε στο πανεπιστήμιο και είχε χρήματα, απλώς τον έστελναν οι γονείς να σπουδάσει στο εξωτερικό. Η μαζικοποίηση που σήμερα δυσφημείται λειτούργησε ως ασανσέρ ανακατάταξης στην ελληνική κοινωνία.
Πλην όμως, οι δαπάνες για την Παιδεία, αν και αυξήθηκαν, παρέμεναν χαμηλά ως ποσοστό του ΑΕΠ. Ουραγοί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με δυο τρεις πρώην ανατολικές χώρες πιο χαμηλά. Το χειρότερο από όλα δεν είναι το ποσοστό καθαυτό, αλλά ότι η χώρα μας βρίσκεται διαχρονικά και διαρκώς, κάτω από τον μ.ό. των 27. Με δυο λόγια, οι ελλείψεις συσσωρεύονται.
Ιδιαιτέρως όμως τα χρόνια των μνημονίων οι δαπάνες για την Παιδεία συρρικνώθηκαν δραστικά. Την εξαετία 2010-2016 μειώθηκαν κατά 22,7% για τη δευτεροβάθμια και 14,1% για την τριτοβάθμια εκπαίδευση (πηγή ΙΟΒΕ). Μιλάμε για γιγαντιαία, συγκλονιστικά ποσοστά. Στην πράξη, δομές ολόκληρες κατέρρευσαν και ό,τι έμεινε όρθιο, έμεινε χάρη στην αυτοθυσία των εκπαιδευτικών. Ο ΣΥΡΙΖΑ ανέτρεψε αυτή την τάση, αυξάνοντας από το 2016 ως το 2019 τις δαπάνες. Από 4,2% (στρογγυλοποιώ τα νούμερα) το 2016, σε 4,4% το 2017, 4,6% το 2018, 4,8% το 2019. Έχει σημασία επίσης ότι για πρώτη φορά την ίδια περίοδο οι δαπάνες για την έρευνα έφτασαν στο 1% του ΑΕΠ βοηθώντας να εργαστούν στη χώρα και να παράγουν αποτέλεσμα χιλιάδες νέοι ερευνητές.
Κοντολογίς: το ελληνικό δημόσιο διαχρονικά, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο, θεωρούσε την επένδυση στην Παιδεία δευτερεύουσα. Μη αποδοτική, μη παραγωγική, εμπόδιο σε άλλες δραστηριότητες. Σήμερα, ιδιαίτερα μετά τη μνημονιακή λαίλαπα, αποτελεί μονόδρομο η συνέχιση της τάσης του 2016-2019. Το εργαλείο υπάρχει: Οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης που θέσπισε η Ευρωπαϊκή Ένωση λόγω της πανδημίας πρέπει κατά προτεραιότητα να κατευθυνθούν στην δημόσια Παιδεία και τη δημόσια Υγεία. Είναι μια πολιτική επιλογή ρεαλιστική και αναγκαία. Μπορώ να το πω με δυο λόγια: δεν υπάρχει άλλη επιλογή, από το να ενισχύσουμε οικονομικά την Παιδεία.
ΠΗΓΗ : news247

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.